- ψαλμός
- ο, ΝΜΑ [ψάλλω]1. θρησκευτική ωδή, λατρευτικός ύμνος τού οποίου η εκτέλεση κατά την αρχαιότητα γινόταν με τη συνοδεία έγχορδου οργάνου2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψαλμοίεκκλ. κανονικό βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, αλλ. Ψαλτήριο ή Βίβλος Ψαλμώννεοελλ.1. (γενικά) άσμα, ύμνος («τής εξέβγαινε ο ψαλμός απ' τ' αθάνατο το στόμα», Σολωμ.)2. φρ. «κοντός ψαλμός αλληλούια»μτφ. λέγεται για καθετί που πρέπει να γίνει γρήγορα ή που πρόκειται να συμβεί σύντομααρχ.1. (κυρίως σχετικά με χορδή τόξου) τέντωμα2. (για έγχορδα μουσικά όργανα) δόνηση, παλμός3. ο ήχος έγχορδου οργάνου4. πιθ. μουσικό όργανο.
Dictionary of Greek. 2013.